- χωρικώς
- Α(πιθ. τ.) επίρρ. βλ. χωρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωρικῶς — χωρικός rustic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικός — (I) ή, ό / χωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [χώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή αυτός που προέρχεται από το χωριό, αγροτικός νεοελλ. φρ. «χωρικά ύδατα» (νομ.) η μεταξύ τών ακτών ή τής εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και τής ελεύθερης… … Dictionary of Greek